- Ἄννωνα
- Ἄννωνmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αννώνα — (AM ἀννώνα κ. ἀννώνη κ. ἀννόνα) μσν. νεοελλ. προμήθειες, σοδειά «έχει την αννώνα του» (Χαλκιδική, Άθως) έχει προμήθειες τροφίμων, κυρίως σταριού, για να περάσει τη χρονιά του (αρχ. μσν.) σιτηρέσιο, ετήσιο βοήθημα που δινόταν από τον αυτοκράτορα… … Dictionary of Greek
ἀννώνας — ἀννώνᾱς , ἀννώνη annona fem acc pl ἀννώνᾱς , ἀννώνη annona fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀννώναν — ἀννώνᾱν , ἀννώνη annona fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αννόνα — αννόνα, η η αννώνα* … Dictionary of Greek
επιστρατοπεδεύω — ἐπιστρατοπεδεύω (Α) στρατοπεδεύω απέναντι («ἐπεστρατοπέδευσαν oἱ περὶ τὸν Ἄννωνα τοῑς Ῥωμαῑοις» στρατοπέδευσαν απέναντι στους Ρωμαίους, Πολ.) … Dictionary of Greek
περίπλους — Λογοτεχνικό είδος στην αρχαία Ελλάδα. Τα ταξίδια στις ξένες και άγνωστες χώρες για εμπορικούς σκοπούς, για την ίδρυση αποικίας ή για εξερευνητικούς λόγους, έδωσαν την ευκαιρία στους Έλληνες να αναπτύξουν ιδιαίτερο είδος περιγραφικής πεζογραφίας,… … Dictionary of Greek
Φαβινιάνα — (Favignana). Το μεγαλύτερο από τα νησιά Αιγάδες ή Αίγουσες της Μεσογείου, η αρχαία Αίγουσα ή Αιγούσα. Βρίσκεται απέναντι από τις δυτικές ακτές της Σικελίας και υπάγεται διοικητικά στην ιταλική επαρχία Τράπανι, όπως και τα νησιά Μαρέτιμο και… … Dictionary of Greek